τριβαδισμός

τριβαδισμός
και τριβασμός, ο, Ν
λεσβιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tribadisme (< tribade < τριβάδα) + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλειτοριδισμός — ο 1. παθολογική στύση τής κλειτορίδας ανάλογη με τον πριαπισμό. τού άνδρα 2. τριβαδισμός, λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clitorism < clitor (πρβλ. κλειτορίς, ίδ ος) + ism (πρβλ. ισ μός)] …   Dictionary of Greek

  • λεσβιασμός — ο [λεσβιάζω] ο λεσβιακός έρωτας, η ομοφυλοφιλία ανάμεσα σε γυναίκες, τριβαδισμός …   Dictionary of Greek

  • πλακομούνι — το, Ν ερωτική πράξη μεταξύ γυναικών, λεσβιασμός, τριβαδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + μουνί] …   Dictionary of Greek

  • τριβασμός — ο, Ν βλ. τριβαδισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”